- Η κυβέρνηση αποφάσισε, σε «παγωμένο» πολιτικό χρόνο παραμονές ευρωεκλογών, την χρηματοδότηση με 4,2 εκατ. ευρώ μιας θολής «ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης».
- Μετά τις εκθέσεις των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ καλείται να εξηγήσει σε τι ακριβώς αποσκοπεί αυτή η πρωτοβουλία της, με ποιον τρόπο διασφαλίζεται η διαφάνεια και η προστασία της Ελευθερίας του Τύπου, αλλά και να ενημερώσει για τους φορείς που θα συνεργαστούν σε ένα τέτοιο εγχείρημα ώστε να αποτραπούν φαινόμενα λογοκρισίας.
- Η απόφαση στις 5.6.2024 από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και σε ποιους απευθύνεται η αρχική πρόσκληση ώστε να υλοποιηθούν στη συνέχεια οι διαγωνισμοί.
- Τα ερωτήματα των Data Journalists προς τον αρμόδιο υπουργό κ. Παπαστεργίου – Δεν απάντησε.
- Βεβαρημένο το ιστορικό της ελληνικής κυβέρνησης – Η τροπολογία για τα ΜΜΕ που αποσύρθηκε μετά από τις αντιδράσεις των δημοσιογραφικών ενώσεων και ποια η θέση της Κομισιόν για το άρθρο 191 με ποινές φυλάκισης για fake news
Του Βασίλη Γαλούπη
Η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή προτάσεων είναι μέχρι την 4η Σεπτεμβρίου 2024 και την απόφαση υπογράφει ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτριος Παπαστεργίου.
Η επίμαχη απόφαση τέσσερις ημέρες πριν από τις Ευρωεκλογές
Αναπάντητα τα ερωτήματα προς τον κ. Παπαστεργίου
Αν και η απόφαση περιλαμβάνει 8 σελίδες, οι ουσιώδεις λεπτομέρειες για το πώς θα λειτουργεί η συγκεκριμένη πλατφόρμα και σε τι ακριβώς θα αποσκοπεί είναι ελάχιστες και ήδη έχουν αναφερθεί.
Γι’ αυτό και οι Data Journalists απευθύνθηκαν στον υπουργό κ. Παπαστεργίου καταθέτοντάς του γραπτώς συγκεκριμένα ερωτήματα. Όπως, ποιος θα είναι ο σκοπός της πλατφόρμας όταν το έργο υλοποιηθεί, αν προβλέπεται να τη διαχειρίζεται κυβερνητικός φορέας, άλλος φορέας ή ιδιώτης, με ποια οικονομοτεχνικά κριτήρια προσδιορίστηκε το κόστος του έργου στα 4,2 εκατομμύρια ευρώ και αν έχει υπάρξει κάποια συνεργασία του υπουργείου με επίσημους δημοσιογραφικούς φορείς όπως η ΕΣΗΕΑ, η ΠΟΕΣΥ, το ΕΣΡ κ.α. για την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Μέχρι την στιγμή που αναρτήθηκε η συγκεκριμένη έρευνά μας, δεν είχαμε λάβει κάποια απάντηση από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Καμία στοχευμένη αναφορά
Η εμπλοκή του υπουργείου Εξωτερικών στην απόφαση οδηγεί σε μια πρώτη σκέψη ότι η συγκεκριμένη πλατφόρμα ενδεχομένως να αφορά στους μηχανισμούς ρωσικής προπαγάνδας, αφού ήδη σε όλη την ΕΕ λαμβάνονται μέτρα περιορισμού κατά της ενημέρωσης που πηγάζει από το Κρεμλίνο μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο 2022.
Όμως, πουθενά δεν υπάρχει τέτοια στοχευμένη αναφορά στην συγκεκριμένη απόφαση του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Σημειώνεται ρητώς – και μόνο – πως η δημιουργία πλατφόρμας αφορά στην «ανίχνευση και καταπολέμηση της σκόπιμης παραπληροφόρησης και παραπλανητικών αφηγήσεων». Αυτή η γενικόλογη διατύπωση μπορεί δυνητικά να περιλαμβάνει τα πάντα. Τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, αλλά και το διαδίκτυο, τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τα έντυπα ΜΜΕ, τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης κ.α.
Τα αμφιλεγόμενα νομοσχέδια και οι αντιδράσεις
Ίσως μια τέτοια απόφαση να μην προκαλούσε την καχυποψία αν δεν είχαν προηγηθεί αμφιλεγόμενα νομοσχέδια της ελληνικής κυβέρνησης που είχαν επίσης άμεση σχέση με την «καταπολέμηση των fake news», αγγίζοντας όμως ευθέως την Ελευθερία του Τύπου.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2022 η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να αποσύρει μετά τις αντιδράσεις την τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα περί «ψευδών ειδήσεων» που στηλιτεύτηκε εντός και εκτός Ελλάδας ως απόπειρα λογοκρισίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη ραγδαία πτώση της χώρας στη διεθνή κατάταξη της Ελευθερίας του Τύπου.
Με τροπολογία που είχε κατατεθεί τότε στην Βουλή για τον Τύπο η κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να επαναφέρει πρόβλεψη που επικρίθηκε από τους δημοσιογραφικούς φορείς ως επικίνδυνη για την ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με την τροπολογία θα τιμωρούνταν μέχρι και με τριετή φυλάκιση όσοι διέδιδαν ή διέσπειραν «ψευδείς ειδήσεις» που θεωρούνταν από τη Δικαιοσύνη «ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο με κίνδυνο για την οικονομία, τον τουρισμό, την αμυντική ικανότητα της χώρας και τις διεθνείς σχέσεις».
Μετά την απόσυρση της τροπολογίας ισχύει ότι για να υπάρξει τιμωρία θα πρέπει να ορίζεται ρητά ότι δεν αρκεί ο «κίνδυνος» αλλά απαιτείται και το «αποτέλεσμα» της πρόκλησης φόβου, και όχι απλώς ανησυχίας.
Η διάταξη που απέσυρε ο τότε υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Γιάννης Οικονόμου είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση δημοσιογραφικών ενώσεων, σημαντικής μερίδας του νομικού κόσμου καθώς και πολυάριθμων οργανώσεων εντός και εκτός Ελλάδας. Επικρίσεις είχαν διατυπωθεί και από τις Βρυξέλλες.
Η ΕΣΗΕΑ είχε ζητήσει την απόσυρση της τροποποίησης υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο «να βρεθούμε οι δημοσιογράφοι αυτεπάγγελτα υπόλογοι γιατί, εκφράζοντας την άποψή μας, ή ασκώντας κριτική που είναι συστατικό στοιχείο της αποστολής μας, μπορεί να προκαλέσουμε ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρεμβαίνει η Δικαιοσύνη και να περιορίζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου και την έκφραση απόψεων για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ποινικοποιείται η προσωπική άποψη, η κριτική και η έκφρασή της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή στο διαδίκτυο».
Παρά, πάντως, την απόσυρση της επίμαχης τροποποίησης, δεν έχει ακόμα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αόριστης αναφοράς σε ψευδείς ειδήσεις, κάτι που έχουν επισημάνει οι δημοσιογραφικές ενώσεις.
Η θέση της Κομισιόν και η λεπτή γραμμή
«Οι πρόσφατες περιπτώσεις έκτακτης νομοθεσίας που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, οι οποίες ενίοτε περιλαμβάνουν και διατάξεις ποινικού χαρακτήρα, σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν αρνητικό αποτέλεσμα στο έργο των δημοσιογράφων. Τέτοιες διατάξεις θα μπορούσαν να συνιστούν αδικαιολόγητους, μεροληπτικούς ή δυσανάλογους περιορισμούς της ελευθερίας παροχής δημοσιογραφικών υπηρεσιών».
Τα «fake news», και ειδικά στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης όπου υπάρχει πια η βάσιμη ανησυχία πως η κατάσταση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη, αποτελούν ένα ήδη υπαρκτό παγκόσμιο πρόβλημα. Κάτι που ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ή να μείνει απαθής. Η αντιμετώπιση της λαίλαπας παραπληροφόρησης, όμως, δεν μπορεί να έχει ως κρυφή στόχευση την Ελευθερία του Τύπου. Είναι το λεπτό σημείο που ήδη επιχειρούν να εκμεταλλευτούν επιθετικά στο εξωτερικό αρκετές αυταρχικές κυβερνήσεις.
Οι επιβαρυντικές εκθέσεις
Το 2023 η Ελλάδα έπεσε στην 108η θέση της ετήσιας κατάταξης των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα» (RSF) για την Ελευθερία του Τύπου. Στην τελευταία του έκθεση είχε ειδική αναφορά στην Ελλάδα και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ:
«Εγχώρια και διεθνή πρακτορεία ανέφεραν ότι δημοσιογράφοι και ΜΜΕ αντιμετώπισαν πίεση για να αποφύγουν την κριτική της κυβέρνησης ή την αναφορά σκανδάλων. Στις 12 Ιανουαρίου, η Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ντούνια Μιγιάτοβιτς, προέτρεψε τις Αρχές να διασφαλίσουν ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να εργάζονται με ασφάλεια και ελεύθερα. Τον Μάιο, έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα ανέφερε ανησυχίες για παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, που φέρεται να έγιναν από τις υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας και μέσω του spyware Predator, συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, κυβερνητικό έλεγχο των Δημοσίων Μέσων Ενημέρωσης και βία κατά δημοσιογράφων».
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε ειδική αναφορά και στις εξοντωτικές αγωγές κατά δημοσιογράφων, με σκοπό τον εκφοβισμό και την φίμωση: «Στις 13 Ιουλίου, η ΕΣΗΕΑ εξέφρασε στον Υπουργό Δικαιοσύνης Φλωρίδη την ανάγκη προστασίας των δημοσιογράφων από τη νομική παρενόχληση, γνωστή ως Στρατηγικές Αγωγές κατά της Δημόσιας Συμμετοχής (SLAPPs)».
Επισήμως, «η κυβέρνηση δεν λογοκρίνει τα μέσα ενημέρωσης», γράφει η έκθεση, σημειώνοντας όμως ότι υπήρξαν πολλές αναφορές πως «τα μεγάλα ΜΜΕ τείνουν να μην δημοσιεύουν μη κολακευτικές ειδήσεις για την κυβέρνηση».
Discussion about this post