- Παραμένει κακοποιητικό το σύστημα για τα κακοποιημένα παιδιά.
- Παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη παραμένουν αόρατα για το ελληνικό κράτος.
- Κατακερματισμός και αλληλοκάλυψη των κρατικών Δομών πρόνοιας (υπουργείο Παιδείας, Δήμοι, Εισαγγελία) δημιουργούν επιπλέον προβλήματα στην όλη διαδικασία.
- Κρύβει προβλήματα η εμπλοκή ΜΚΟ.
- Η αυξανόμενη υποστελέχωση του ΕΣΥ επιδεινώνει ένα ήδη σοβαρό πρόβλημα.
Του Πάνου Κατσαχνιά
Ένα χρόνο μετά την μεγάλη έρευνα (9 Δεκεμβρίου του 2022) για τα «Αόρατα παιδιά» τα οποία ζουν και μεγαλώνουν μέσα στα Παιδιατρικά Νοσοκομεία, νέα έρευνα των Data Journalists καταδεικνύει ότι παραμένουν «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Ένα χρόνο μετά, εξακολουθούν να βρίσκονται στα αζήτητα…
Σχετική έρευνα: Τα «αόρατα παιδιά» : Ζουν και μεγαλώνουν μέσα στα νοσοκομεία
Στην έρευνα του 2022 περιγράφονταν το σοβαρό πρόβλημα των παιδιών για τα οποία οι Εισαγγελικές αρχές παίρνουν την επιμέλεια από τις φυσικές οικογένειές τους, τα οποία στη συνέχεια οδηγούν στα Παιδιατρικά Νοσοκομεία της χώρας (συνηθέστερα στα τρία της Αττικής, «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού», «Αγία Σοφία» και Πεντέλης), προκειμένου να υποβληθούν στις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, ώστε να προωθηθούν σε κλειστές Δομές φιλοξενίας. Ωστόσο, λόγω σημαντικών ελλείψεων, γραφειοκρατίας, αλλά και γενικότερης πολιτικής αντιμετώπισης του θέματος στην Ελλάδα, τα παιδιά αυτά παραμένουν σε θαλάμους Νοσοκομείων για ημέρες, βδομάδες και μήνες, ακόμη και χρόνια σε ειδικές περιπτώσεις (Χρόνιες ασθένειες, ΑμεΑ), χωρίς καμία μέριμνα. Χωρίς παιδοψυχολόγους, χωρίς δασκάλους και χωρίς την απαραίτητη κοινωνικοποίηση που αρμόζει στην ηλικία τους. Επί της ουσίας εξασφαλίζοντας μόνο ένα πιάτο φαγητό την ημέρα και ένα κρεβάτι για ύπνο το βράδυ.
Δεκαπέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση της έρευνας, οι Data Journalists έφεραν στο φως στις 5 Ιανουαρίου 2023 δύο συγκλονιστικά βίντεο από το «Αγία Σοφία» (Δείτε την έρευνα: Βίντεο-ντοκουμέντο των Data Journalists Τριτοκοσμικές συνθήκες στο Παίδων Αγία Σοφία) δείχνοντας με σκληρές εικόνες ότι τα παιδιά αυτά είναι ουσιαστικά παρατημένα πολλές φορές σε χώρους ακατάλληλους και βρόμικους, όπου η φιλοξενία έχει αντικατασταθεί από τον εγκλεισμό και η πρόνοια από τον κίνδυνο, προκαλώντας μάλιστα Ερώτηση στη Βουλή για το θέμα, 20 Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από πρωτοβουλία της (τότε) αναπληρώτριας τομεάρχη Υγείας, Δώρας Αυγέρη (Δείτε την παρέμβαση στη Βουλή: Ερώτηση στη Βουλή προκάλεσε η έρευνα των Data Journalists για τα «αόρατα παιδιά»).
Οι αριθμοί και η αλήθεια
Η πρώτη έρευνα είχε αποκαλύψει 53 «ξεχασμένα» παιδιά στα δύο μεγάλα Παιδιατρικά Νοσοκομεία της Αθήνας (37 παιδιά στο «Αγλαΐα Κυριακού» και 16 στο «Αγία Σοφία»). Ένα χρόνο μετά ο αριθμός αυτός μπορεί να έχει πέσει στα 20 (7 παιδιά στο «Αγλαΐα Κυριακού» και 13 στο «Αγία Σοφία»), αλλά δυστυχώς αυτό είναι συγκυριακό και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλά μια μόνιμη βελτίωση, αφού οι παράμετροι του προβλήματος παραμένουν ίδιες. Είναι χαρακτηριστικό δε, ότι ο αριθμός των παιδιών (ημερών, μηνών, έως 16 ετών που είναι και το ηλικιακό όριο για τα Νοσοκομεία Παίδων) που περνούν σε ετήσια βάση από το μεγαλύτερο από τα τρία προαναφερθέντα Παιδιατρικά Νοσοκομεία («Αγία Σοφία») κυμαίνεται τα τρία τελευταία χρόνια στο ίδιο πάνω-κάτω επίπεδο, των 210-280 παιδιών.
Λίγο πριν την έρευνα των Data Journalists πέυρσι, το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης ενός 7χρονου από έναν 14χρονο που φιλοξενούνταν στο «Αγλαΐα Κυριακού» και ο ξυλοδαρμός του στη συνέχεια από συγγενή του θύματος μέσα στο Νοσοκομείο, ανέδειξε το πρόβλημα που δημιουργείται από την παραμονή επί μακρόν σε αυτά, των παιδιών που έχουν αποσπαστεί από τις οικογένειές τους με Εισαγγελική εντολή. Σύμφωνα βέβαια με τους ίδιους τους εργαζόμενους αυτό δεν κρατάει περισσότερο από 2-3 μέρες! Έως ότου δηλαδή, ξεσπάσει μια άλλη υπόθεση, όπως συνέβη τότε με εκείνη της «Κιβωτού του Κόσμου» κι έτσι κάμερες και μικρόφωνα αποσυρθούν από τις πύλες των Παιδιατρικών Νοσοκομείων.
Ξυλοδαρμοί προσωπικού
Ένα χρόνο μετά, την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023, νεαρή, νέο-διορισμένη νοσηλεύτρια στο «Αγλαΐα Κυριακού», νοσηλεύτηκε από τραύματα που της προκάλεσε 15χρονη που είχε βρεθεί θετική στον κορονοϊό, όταν της ζήτησε, συναντώντας την σε προαύλιο χώρο του Νοσοκομείου, να επιστρέψει στο δωμάτιό της για να αποφευχθεί η διασπορά του ιού. Η 15χρονη βρισκόταν με Εισαγγελική εντολή πάνω από ένα μήνα στο νοσοκομείο μαζί με τον αδερφό της, λόγω ακατάλληλου οικογενειακού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλη Γιαννάκο. Και δεν είναι δυστυχώς το μόνο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του κ. Γιώργου Ζαρκαδούλα, Μέλους ΔΣ Σωματείου Εργαζομένων Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», η 15χρονη της επιτέθηκε, τραβώντας την από τα μαλλιά την έριξε κάτω, την χτύπησε και την κλώτσησε, με την νοσηλεύτρια να φεύγει σχεδόν αναίσθητη από το σημείο προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Είναι ενδεικτικό πως όταν την συναντήσαμε σε διαμαρτυρία του Σωματείου για τα προβλήματα που δημιουργούνται από την παραμονή των ανηλίκων με Εισαγγελική εντολή, στην πύλη του Νοσοκομείου την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023, η κοπέλα ένα μήνα μετά το συμβάν με δυσκολία μπορούσε να μας μιλήσει.
Ο κ. Μάκης Γκίκας, Μέλος κι αυτός του ΔΣ μιλώντας στους Data Journalists τόνισε ότι «η σημερινή μας διαμαρτυρία είναι για τα παιδιά με εισαγγελική εντολή και για τα περιστατικά βίας απέναντι στους εργαζόμενους. Πολλά χρόνια τώρα φιλοξενούμε παιδιά που έρχονται στο Νοσοκομείο μας με εισαγγελική εντολή και που στη συνέχεια πρακτικά εγκαταλείπονται ακόμη και για ένα χρόνο. Γιατί ιδίως τα παιδιά με κινητικά προβλήματα -παραδείγματος χάρη- είναι δύσκολο να απορροφηθούν από Ιδρύματα. Ως εργαζόμενοι καλούμαστε να κάνουμε πράγματα πέρα από τα καθήκοντα μας και με γνώσεις που δεν έχουμε. Με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο πρόβλημα συνεχώς να διογκώνεται. Σήμερα διαμαρτυρόμαστε για πολλοστή φορά, ζητώντας από τη Διοίκηση να φτιάξει μια ενδιάμεση Δομή με το απαραίτητο προσωπικό, ώστε τα παιδιά αυτά να μην παραμένουν στο Νοσοκομείο».
Εισαγγελική εγκύκλιος
Ήδη από τον Ιούνιο του 2021 όπως είχαν αποκαλύψει οι Data Journalists, η τότε αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, αρμόδια για «την εποπτεία επί των υποθέσεων που αφορούν στην προστασία, παραβατικότητα, θυματοποίηση και επιμέλεια ανηλίκων», απέστειλε εγκύκλιο προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών όλης της χώρας που αφορούσε στα «ζητήματα σχετικά με την αναδοχή, την υιοθεσία και τη διαδικασία αφαίρεσης της γονικής μέριμνας/επιμέλειας των ανηλίκων από τους γονείς ή τους ασκούντες την επιμέλεια αυτών» και κοινοποιούνταν στους Εισαγγελείς Εφετών της χώρας, στο υπουργείο Δικαιοσύνης, στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και στην Ειδική Γραμματεία Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Στην 10σέλιδη εγκύκλιό της, η κα. Αδειλίνη περιέγραφε τον ρόλο των Εισαγγελέων ανηλίκων ως «εγγυητών» της προστασίας των δικαιωμάτων των ανηλίκων, μέσα από διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Διαπίστωνε στην εγκύκλιο ορισμένα «προβλήματα» που είχαν αναδειχτεί έπειτα από συνομιλίες και ανταλλαγή απόψεων με Εισαγγελείς ανηλίκων σε ολόκληρη τη χώρα. Ένα από αυτά ήταν η «μακροχρόνια παραμονή των βρεφών και γενικότερα των παιδιών στα Νοσοκομεία, εν αναμονή της τοποθέτησής τους σε κάποιο Ίδρυμα». Με απλά λόγια, η Δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο αναγνώριζε και παραδεχόταν το πρόβλημα που δημιουργείται με τα δεκάδες παιδιά που «λιμνάζουν» στα Παιδιατρικά Νοσοκομεία μέχρι να βρεθεί ανάδοχος οικογένεια ή έως ότου μπουν σε κάποια Δομή. Στην εγκύκλιο δινόταν στην ουσία οδηγίες προς τους Εισαγγελείς ανηλίκων που χειρίζονται τέτοιου είδους υποθέσεις, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος παραμονής των παιδιών στα Νοσοκομεία, ώστε σε μία κρίσιμη ηλικία για ένα -και πόσω μάλλον κακοποιημένο- παιδί, να μην δημιουργηθούν επιπλέον «αθεράπευτα τραύματα». «…Με τον τρόπο αυτό το βρέφος τοποθετείται απευθείας από το μαιευτήριο στην οικογένεια, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την γέννησή του και ελαχιστοποιείται το χρονικό διάστημα παραμονής του σε ιδρυματικό περιβάλλον σε αντίθεσή με το παρελθόν, κατά το οποίο το χρονικό αυτό διάστημα (αρχικά στο βρεφοκομείο και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο), μπορούσε να καλύψει χρόνια. Τα πρώτα δηλαδή κρίσιμα χρόνια για τη ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού, δημιουργώντας του αθεράπευτα τραύματα…», ανέφερε μεταξύ άλλων στην εγκύκλιο της η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Τέλος, στην ίδια εγκύκλιο, η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός διαπίστωνε επιπλέον και την «απροθυμία των φορέων παιδικής προστασίας να υποδεχτούν ανήλικα, κυρίως όταν αυτά παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς». Το γεγονός αυτό επισήμαινε, έχει ως «αποτέλεσμα» τα παιδιά αυτά να φιλοξενούνται μακροχρόνια «σε Παιδιατρικές ή Παιδοψυχιατρικές κλινικές, χωρίς να έχουν ανάγκη νοσηλείας, κάποιες φορές με αστυνομική φύλαξη, με ό,τι προβλήματα αυτό συνεπάγεται».
Ιδρύματα και αποιδρυματοποίηση
Σύμφωνα με τον Ψυχίατρο, Γιώργο Νικολαΐδη, Διευθυντή Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού* πρόβλημα υπάρχει. Αυτό όμως που συνηθέστερα περιγράφεται ως πρόβλημα στη δημόσια συζήτηση και τη δημοσιογραφική κάλυψή της και που έρχεται και επανέρχεται τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια με μια περιοδικότητα ανά δύο με τρία χρόνια, μάλλον δεν εστιάζει στις πραγματικές ρίζες του προβλήματος.
*Η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας λειτουργεί ως Κέντρο Μελέτης και Πρόληψης της Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού με βασική προτεραιότητα τις πολιτικές προστασίας για παιδιά τα οποία υφίστανται βίαιες συμπεριφορές στο οικογενειακό τους περιβάλλον και με έμφαση στην πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή πρόληψη.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης στους Data Journalists
Κι αυτό γιατί προσεγγίζεται κυρίως από την πλευρά των Νοσοκομείων: Ότι δηλαδή, υπάρχουν κάποια παιδιά σε αυτά που «λιμνάζουν» και το έτσι κι αλλιώς ανεπαρκές προσωπικό τους δεν ξέρει τί να τα κάνει. Με τα Σωματεία και τις Διοικήσεις τους να πρωτοστατούν στην επαναφορά κάθε τόσο του θέματος στην επικαιρότητα, αφού η υποστελέχωση των παιδιατρικών Νοσοκομείων και Κλινικών δημιουργεί πολύ συχνά μια εκρηκτική κατάσταση. Γιατί μαζεύονται 20, 30, 50 παιδιά τα οποία δεν είναι νοσηλευόμενα, καταλαμβάνουν ανάλογο αριθμό κρεβατιών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια δυσλειτουργία στον νοσοκομειακό χώρο.
Έτσι κι αλλιώς όμως αυτή η οδός προσέγγισης του συγκεκριμένου ζητήματος είναι λάθος. Ο σωστός τρόπος προσέγγισης, είναι να δούμε ως Πολιτεία πώς και γιατί κάποια παιδιά βρέθηκαν στη θέση αυτή, να πρέπει να λάβουν φροντίδα σε έναν αφιλόξενο για τον σκοπό αυτό χώρο όπως είναι το Νοσοκομείο. Άρα πρέπει να εστιάζουμε στο πρόβλημα του παιδιού κι όχι του Νοσοκομείου, μιας και είναι άλλο το ένα και διαφορετικό το άλλο. Η προτεραιότητα του Νοσοκομείου είναι να φεύγουν σύντομα τα παιδιά από αυτό, ώστε να ελευθερώνονται τα κρεβάτια. Η προτεραιότητα για τα παιδιά είναι να αποκαθίσταται η διαταραγμένη ισορροπία στη ζωή τους. Ένα παιδί που απομακρύνεται από τη φυσική του οικογένεια με εισαγγελική εντολή γιατί κινδυνεύει σε αυτή, δεν πρέπει να πάει ούτε για μια μέρα σε Νοσοκομείο. Αυτό -σήμερα πια- είναι η τρέχουσα πρακτική στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ένα παιδί που κινδυνεύει από τους φυσικούς γονείς του, θα πάει σε μια ανάδοχη οικογένεια, στο πλαίσιο μιας επείγουσας αναδοχής. Μια πρακτική που ακολουθείται από το σύνολο σχεδόν των χωρών της γεωγραφικής Ευρώπης.
Τα παιδιά αυτά δεν είναι άρρωστα, είναι κακοποιημένα τονίζει ο κ. Νικολαΐδης. Στις περιπτώσεις εκείνες που έχει ασκηθεί βαριά σωματική βία και έχουν προκληθεί κακώσεις η θεραπεία φυσικά είναι απαραίτητη. Ως επί το πλείστον αυτό που χρειάζονται αυτά τα παιδιά δεν είναι το να νοσηλευτούν. Είναι να κάνουν κάποιες διαγνωστικές εξετάσεις για τις οποίες δεν χρειάζεται να εισαχθούν και στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ή υπάρχει ιατρικό πρόβλημα αυτό να αντιμετωπιστεί με τις κατάλληλες ενέργειες και τις απαιτούμενες θεραπείες και ακολούθως να παίρνουν εξιτήριο.
«Ούτε μια μέρα σε Νοσοκομείο»
Τα παιδιά με εισαγγελική εντολή μπαίνουν στα Νοσοκομεία γιατί το σύστημα στην Ελλάδα λειτουργεί χωρίς την ύπαρξη κάποιου μηχανισμού επείγουσας τοποθέτησης τους κάπου, όταν παραστεί ανάγκη. Έτσι τα Νοσοκομεία χρησιμοποιούνται ως μια ενδιάμεση «δεξαμενή» ένα transit, το οποίο ως τακτική είναι τελείως λάθος. Και για τα παιδιά και για τα Νοσοκομεία, αφού τα τελευταία δεν είναι ένα φιλικό προς αυτά περιβάλλον. Όσες προσπάθειες και να γίνονται στην κατεύθυνση αυτή, εξ αντικειμένου τα Νοσοκομεία δεν μπορούν να είναι το κατάλληλο περιβάλλον για ένα τραυματισμένο παιδί που φτάνει σε αυτά κακοποιημένο, υποσιτισμένο ή εγκαταλελειμμένο.
Δεκαπέντε χρόνια επανέρχεται το ίδιο θέμα με αφορμή δημοσιεύματα χωρίς να αλλάζει τίποτα. Κατά καιρούς διάφορες κυβερνήσεις φτιάξανε διάφορα Ιδρύματα ως μεταβατικές δομές, προκειμένου να αποσυμφορήσουν τα Νοσοκομεία. Πρακτική που δημιουργεί μια προσωρινή ανακούφιση σε αυτά, έως ότου βέβαια γεμίσουν και οι νέες δομές και το πρόβλημα σε αυτά επανέλθει. Επιπλέον, όλες αυτές οι Δομές έχασαν όλα αυτά τα χρόνια τον μεταβατικό τους χαρακτήρα και μετατράπηκαν πρακτικά σε Δομές μόνιμης φιλοξενίας.
Στην Ελλάδα ο σχεδιασμός προβλέπει για την συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών αυτών το να καταλήξουν σε κάποια κλειστή Δομή φιλοξενίας δηλαδή, σε κάποιο Ίδρυμα. Πρακτική που είναι αντίθετη με αυτή που ακολουθείται στον ανεπτυγμένο κόσμο, ιδιαίτερα για τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης, αλλά πλέον σε πολλές χώρες και για τα παιδιά με αναπηρία, που δίνονται σε ανάδοχες οικογένειες αφού δεν υπάρχουν πια Ιδρύματα ή είναι πάρα πολύ λίγα. Τελευταία χώρα που διέθετε μεγάλα Ιδρύματα με 40, 50, 60 παιδιά ήταν η Ουκρανία που τα διέλυσε πριν δύο χρόνια λόγω πολέμου στέλνοντας τα παιδιά στη Ρουμανία και στην Τουρκία. Ακόμη και η Ρουμανία που όταν έπεσε το καθεστώς Τσαουσέσκου, ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1989, βρέθηκε με 120.000 παιδιά, τα αποκαλούμενα και «Ορφανά του Τσαουσέσκου»**, εφάρμοσαν ένα υπέρ 25ετές πρόγραμμα έχοντας καταφέρει να μειώσουν τον αριθμό αυτό στα 3.000-3.500 παιδιά τα οποία είναι ως επί το πλείστών με βαριά και πολυσύνθετη και βαριά αναπηρία. Ακόμη και γι’ αυτά όμως έως το 2030 «τρέχει» πρόγραμμα, ώστε να φύγουν και τα Ιδρύματα να κλείσουν οριστικά.
**Ο Νικολάε Τσαουσέσκου πίστευε ότι η αύξηση του πληθυσμού θα ενίσχυε την οικονομία της Ρουμανίας μετατρέποντας την σε ισχυρή δύναμη μέσα στον διεθνή ανταγωνισμό. Αποφάσισε έτσι να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα «δημογραφικής αναγέννησης» της χώρας, επιβάλλοντας το 1966 το «Διάταγμα 770» με το οποίο απαγόρευσε την αντισύλληψη και τις αμβλώσεις.
Στη Μ. Βρετανία τα μόνα παιδιά που μπαίνουν σε στεγαστικές Δομές είναι κάποιες «ζόρικες» περιπτώσεις εφήβων με παραβατικότητα, οι οποίοι πολύ δύσκολα -και διεθνώς- θα μείνουν σε μια ανάδοχη οικογένεια. Δομές που λειτουργεί το υπουργείο Παιδείας και Νεότητας (ούτε από το Πρόνοιας, ούτε από το Δικαιοσύνης), μέσα σε Community Houses («εργατικές κατοικίες»), δηλαδή κάποια διαμερίσματα ανάμεσα στα υπόλοιπα που μένει κόσμος και στα οποία μένουν ένας με δύο έφηβοι μαζί, με το προσωπικό που εναλλάσσεται για να τους φροντίζει.
Στην Κύπρο επίσης, υπάρχουν στεγαστικές Δομές μικρού μεγέθους για εφήβους, καθώς και για τα ασυνόδευτα παιδιά μεταναστών, που είναι μάλιστα στα πρόθυρα της ενηλικίωσης και όχι απλώς στην εφηβεία. Για παιδιά τυπικής ανάπτυξης, για παιδιά που απομακρύνονται από την οικογένειά τους δεν τίθεται καν υπό συζήτηση.
Τα Ιδρύματα είναι κακοποιητικά και μια παρωχημένη λύση εδώ και δεκαετίες ακόμη και για χώρες όπως των Βαλκανίων ή της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Η Ελλάδα πλέον συγκρίνεται δυστυχώς με τις χώρες της Β. Αφρικής. Στην ΕΕ η χειρότερη μετά την Ελλάδα χώρα είναι η Πολωνία, η νομοθεσία της οποίας προβλέπει ότι δεν μπορούν να φιλοξενούνται περισσότερα από 14 παιδιά σε μια στεγαστική Δομή. Όταν εμείς έχουμε 40, 50 και 60 παιδιά. Ακολουθεί η Ουγγαρία με 10 παιδιά ανά Δομή και όλες οι υπόλοιπες ακολουθούν με μονοψήφιους αριθμούς. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δε, μνημειακά κτίρια τύπου «Χατζηκυριάκειο» και «Αγ. Βαρβάρα», αλλά για διαμερίσματα μέσα σε μια πολυκατοικία ή σε σπίτια σε μια οικιστική περιοχή που μένουν κι άλλες οικογένειες, δηλαδή όσο γίνεται πιο κοντά στο μοντέλο «οικογένεια».
Αντίθετα στην Ελλάδα βγαίνουν εκπρόσωποι Ιδρυμάτων και αναφέρονται σε Δομές των 40 παιδιών που τις περιγράφουν ως «οικογένεια»… Με βάση τις διεθνείς στατιστικές Οργανισμών όπως η UNISEF, ένα παιδί με το που θα μπει σε μία κλειστή Δομή οποιουδήποτε χαρακτήρα, κοσμικού, εκκλησιαστικού, ιδιωτικού, δημόσιου, μοντέρνου, παλιομοδίτικου, διατρέχει σε ποσοστό 85% να ξανά κακοποιηθεί σωματικά από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί και μάλιστα τις πρώτες βδομάδες -εν είδει υποδοχής- όπως στις φυλακές και αντίστοιχα περιβάλλοντα και ένα 25-30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά.
«Τίποτε δεν είναι αθώο»
Κακώς λοιπόν τα βάζουμε αρχικά σε ένα Νοσοκομείο κι από εκεί τα πηγαίνουμε σε ένα Ίδρυμα. Μάλιστα με Νόμο που ψηφίστηκε το 2018 της τότε αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου και που εφαρμόστηκε στη συνέχεια και από την Δόμνα Μιχαηλίδου (ως υφυπουργός τότε Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), εγκαινιάσαμε ως χώρα ένα παγκόσμια πρωτότυπο σύστημα. Το Πληροφοριακό Σύστημα Αναδοχής – Υιοθεσίας anynet.gr του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, στο οποίο εγγράφονται όλα τα παιδιά που φιλοξενούνται σε κλειστές Δομές, ώστε να μπορέσουνε -στην περίπτωση που υιοθετηθούν στην πορεία- να αποιδρυματοποιηθούν! Αντί ως χώρα να κλείσουμε τα Ιδρύματα, εμείς βάζουμε τα παιδιά σε αυτά, για να τα αποιδρυματοποιήσουμε στη συνέχεια. Δεν κάνουμε κάτι να αποφύγουμε την τοποθέτηση τους σε αυτά κι έτσι δεν στεναχωρούμε και διάφορους ισχυρούς Providers που «τρέχουν» τέτοιες Δομές. Τίποτε δεν είναι αθώο.
Με τον τρόπο αυτό η μόνη απορροή του συγκεκριμένου συστήματος είναι η υιοθεσία. Γιατί όλο το σύστημα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί το παιδί που θέλει προστασία, αλλά τον υποψήφιο θετό γονιό, αυτόν που θέλει να υιοθετήσει. Έχει χτιστεί δηλαδή, ένα πολύ ισχυρό και αλληλοδιαπλεκόμενο πλέγμα συμφερόντων, που κανένας πολιτικός και καμία κυβέρνηση δεν διαταράσσει αλλάζοντας ή τροποποιώντας το υπάρχον νομικό πλαίσιο. Στην Αν. Ευρώπη η καθεστωτική αλλαγή που επήλθε το ’90, έδωσε τη δυνατότητα στις κοινωνίες αυτές να αλλάξουν ριζικά παγιωμένες πρακτικές και πλαίσια σε πολλά ζητήματα, καταφέρνοντας να εξιχρονιστούν, παύοντας έτσι σιγά-σιγά, να είναι ο «φτωχός συγγενής» των ανεπτυγμένων χωρών του ευρωπαϊκού «πυρήνα».
Στην Ελλάδα αντίθετα, μέλη τέτοιων Οργανώσεων, καλλιεργώντας ένα ευρύ φάσμα γνωριμιών σε κοινωνικό επίπεδο με μέλη της ελληνικής κοινωνίας που κατ’ αυτούς πληρούν τις προϋποθέσεις, έχουν τη δυνατότητα να τα φέρνουν σε επαφή με μωρά και μικρά παιδιά που χαρακτηρίζονται από ένα ιδεατό προφίλ, ώστε να υιοθετηθούν. Από τη θέση αυτή λοιπόν, διαπραγματεύονται διαχρονικά με τις εκάστοτε κυβερνήσεις τη διατήρηση της ύπαρξης τους.
Στον ανεπτυγμένο κόσμο, Νοσοκομείο και Ίδρυμα απλά δεν υπάρχουν. Τα παιδιά με εισαγγελική εντολή θα έπρεπε να πηγαίνουν σε οικογένειες με τη διαδικασία της επείγουσας αναδοχής και αν κρινόταν ότι έπρεπε να παραμείνουν για περισσότερο χρόνο εκτός της φυσικής τους οικογένειας, θα έπρεπε να παραμείνουν στην ανάδοχη οικογένεια που αρχικά τοποθετήθηκαν ή να πάνε σε μια νέα. Αυτός είναι ο κανόνας.
Τα «λιμνάζοντα» παιδιά
Τα παιδιά που «λιμνάζουν» στα Νοσοκομεία είναι εκείνα που δεν έχουν πιθανότητες να υιοθετηθούν και γι’ αυτό δεν απορροφούνται από τα Ιδρύματα. Είναι τα πιο μεγάλα παιδιά σε ηλικία, με κάποια αναπηρία ή ψυχική διαταραχή, που δεν θα υιοθετηθούν. Δεν είναι γενικά τα παιδιά που τοποθετούν σε αυτά οι Εισαγγελείς Ανηλίκων. Αυτό είναι μια εικόνα μερίδας των ΜΜΕ που παρουσιάζουν έτσι το θέμα, ώστε να γίνεται πιο «ελκυστικό» για το κοινό τους. Απόφωτίζουν και φωτίζουν δηλαδή, ώστε να δημιουργήσουν συγκεκριμένες εντυπώσεις.
Διαιρώντας όμως τα παιδιά σε κατηγορίες «προς υιοθεσία» σε οικογένειες και «προς παραμονή» σε Ιδρύματα και Νοσοκομεία, πέρα από τη διαιώνιση του προβλήματος έχουμε καταφέρει ως χώρα να φτιάξουμε στην ουσία του, ένα κακοποιητικό σύστημα για τα κακοποιημένα παιδιά…
Επιπλέον με την πριμοδότηση της υιοθεσίας, απομακρύνεται ηθελημένα ο πρωταρχικός στόχος για ένα τέτοιο παιδί, που είναι η επιστροφή του στη φυσική του οικογένεια όταν υπάρχει βέβαια μια δυναμική που να επιτρέπει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, διαρρηγνύονται εντελώς οι δεσμοί μαζί της. Γι’ αυτό και η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους δείκτες συγκριτικά με το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε ότ,ι αφορά στην οικογενειακή επανένωση παιδιών που έχουν απομακρυνθεί με Εισαγγελική εντολή. Ή που θα γυρίσουν για τους λάθος λόγους: Επειδή δεν τα θέλει κανείς ή θα το έχουν σκάσει δυο-τρεις φορές. Ιδίως όταν έχουμε ως δεδομένο ότι το 60% των περιπτώσεων απομάκρυνσης αφορούν «έκθεση σε κίνδυνο», παραμέληση δηλαδή κι όχι κακοποίηση. Οικογένειες κοινωνικά αποκλεισμένες, σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, πολλαπλές δυσλειτουργίες με γονείς χρήστες, ή ψυχικά πάσχοντες.
Η ίδια η απομάκρυνση ενός παιδιού με Εισαγγελική Εντολή θεωρείται προσωρινή. Γι’ αυτό και τόσο στα παιδιά που απομακρύνονται όσο και στις οικογένειές τους, πρέπει να πέφτουν πάνω όλοι (Εισαγγελία, Κοινωνικές Υπηρεσίες) για να τους στηρίξουν και με «το μαστίγιο και με το καρότο» (παρέχοντας βοήθεια, αλλά και οριοθετώντας συμπεριφορές), ώστε να εξαλειφθούν οι λόγοι της απομάκρυνσης. Αυτός άλλωστε είναι και ο αντικειμενικός στόχος της αναδοχής. Η αντικατάσταση ενός βλαβερού οικογενειακού περιβάλλοντος με ένα υποστηρικτικό. Γι’ αυτό και προβλέπεται η επαφή των παιδιών σε ανάδοχες οικογένειες με τους φυσικούς τους γονείς.
Η διαδικασία της αναδοχής, ούτε είναι ίδια σε όλο τον Κόσμο, ούτε γίνεται με τους ίδιους όρους. Στις περισσότερες χώρες δίνεται κάποιο επίδομα, σε κάποιες είναι στημένη με επαγγελματικούς όρους. Σίγουρα όμως, το επείγον κομμάτι, όταν παραδείγματος χάρη μπαίνει η αστυνομία Σάββατο βράδυ 12:30 η ώρα σ’ ένα κοντέινερ και βρίσκει πέντε τοξικομανείς και τρία ρακένδυτα, υποσιτισμένα μωρά μέσα στις ψείρες που πρέπει να δοθούν άμεσα σε κάποια ανάδοχη οικογένεια, ώστε να μην «παρκαριστούν» σε κανένα Νοσοκομείο ή Ίδρυμα, τότε αυτή πρέπει να λειτουργεί σε επαγγελματική βάση. Σε περιπτώσεις επίσης, αναπηρίας, νοητικής υστέρησης, υπερκινητικότητας, σε παραβατικούς εφήβους, αλλά και όταν τα αδέρφια είναι πολλά, όπου η φροντίδα απαιτεί συνεχή ενασχόληση.
Όπως σε όλους τους θεσμούς, έτσι και στις ανάδοχες τοποθετήσεις καταγράφονται παρατράγουδα. Ακόμα και κακοποιήσεις. Συγκρίνοντας όμως τα στατιστικά δεδομένα με εκείνα των Ιδρυμάτων, οι διαφορές υπέρ της είναι τεράστιες. Αυτό που ονομάζουμε στην Ελλάδα «αναδοχή» στην πραγματικότητα είναι μια συγκεκαλυμμένη …υιοθεσία. Ένα πρελούδιο υιοθεσίας επειδή στην Ελλάδα καθυστερούν πολύ οι οριστικές δικαστικές αποφάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 30 αναδοχές που γίνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, οι 28 καταλήγουν σε υιοθεσίες.
Ενδιάμεση Δομή
Κατά διαστήματα, όταν γεμίζουν τα Νοσοκομεία, ασκούνται πιέσεις από την Κοινωνική Υπηρεσία για την προσωρινή αποσυμφόρηση τους.
Σύμφωνα με τον κ. Ζαρκαδούλα το 2012 όλο το νοσηλευτικό προσωπικό υπέγραψε κείμενο το οποίο και εστάλη στο ΔΣ, ζητώντας να βρεθεί λύση με τα παιδιά που φτάνουν στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» με εισαγγελική εντολή. Τότε έπεσε ο «σπόρος» για την δημιουργία μιας ενδιάμεσης Δομής, προκειμένου τα παιδιά αυτά να φιλοξενηθούν εκτός Νοσοκομείου, στο παράρτημα του στη Λ. Συγγρού 365 όπου υπήρχε ένας κενός όροφος μετά τη μεταφορά της Παιδιατρικής Κλινικής που φιλοξενούσε, στο κεντρικό Νοσοκομείο. Για άγνωστους λόγους αυτό δεν προχώρησε.
Το θέμα επανήλθε μετ’ επιτάσεως το 2015, επί υπουργίας Ανδρέα Ξανθού στο Υγείας, όταν και ο Διοικητής των δύο παιδιατρικών Νοσοκομείων «Αγλαΐας Κυριακού» και «Αγίας Σοφίας», δήλωσε ότι βρέθηκε κτίριο στον Άλιμο για το σκοπό αυτό. Για άγνωστους λόγους και αυτό δεν προχώρησε.
Ο κ. Δημοσθένης Κωνσταντόπουλος, πρόεδρος του Σωματείου εργαζομένων στο «Αγία Σοφία» υποστηρίζει ότι «το ζήτημα των παιδιών με εισαγγελική εντολή, είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που ενώ ως εργαζόμενοι θέλουμε να λυθεί, όλα αυτά τα χρόνια από τη «μνημονιακή» κρίση και μετά έχει το φαινόμενο έχει ενταθεί. Εδώ έρχεται ο δύσκολος ρόλος της Κοινωνικής Υπηρεσίας που ως στόχο θα πρέπει να έχει την επιστροφή του παιδιού στην φυσική του οικογένεια ή σε οικείο περιβάλλον κι όχι σε Δομές. Ή σε ανάδοχες οικογένειες. Είναι όμως μια πολύ απαιτητική διαδικασία με συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων, σε υποδομές, χρονοβόρα και με πολλές δικλείδες ασφαλείας.
Το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στο ότι έχουμε ένα κακό σύστημα διαχείρισης των ανηλίκων που βρίσκονται σε ανάγκη. Τα παιδιά που «λιμνάζουν» είναι πρόβλημα των Νοσοκομείων. Αλλά αυτό συγκριτικά με την υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας είναι ελάσσονος σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή η ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να σπάσει τον φαύλο κύκλο των κρίσεων που «αναγκάζει» διαχρονικά τις εκάστοτε κυβερνήσεις να διαιωνίζουν κάτι το τόσο αναχρονιστικό στην αντιμετώπιση τους, όπως είναι η φιλοξενία των παιδιών αυτών σε κλειστές Δομές.
Discussion about this post